τριαλογονούχος

τριαλογονούχος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
χημ. (για χημ. ένωση) αυτός ο οποίος περιέχει στο μόριό του τρία αλογόνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”